θερος

θερος
    θέρος
    -εος τό
    1) лето:
    

(ἐν) θέρει и θέρεϊ или θέρευς Hom., τὸ θ. Her., τοῦ θέρεος и τοῦ θέρους Her., Arst., ἐν (τῷ) θέρει Thuc., Plat., θέρους Plat. летом, в течение лета; τοῦ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου Thuc. тут же с наступлением лета; τοῦ παρεστῶτος θέρους Soph. в это лето, текущим летом; χατὰ θέρους ἀκμήν Xen. в разгар лета; θέρους μεσοῦντος Luc. в середине лета

    2) урожай, жатва
    

θέρη σταχύων и θέρη χρυσᾶ Plut. — созревшие колосья;

    τὸ γηγενὲς δράκοντος θ. Eur. — выросшая из земли драконья жатва (о посеянных Кадмом драконьих зубах), т.е. потомки Кадма;
    ἀλλότριον ἀμᾶν θ. погов. Arph. — убирать чужую жатву, пожинать плоды чужих трудов;
    πάγκλαυτον ἐξαμᾶν θ. Aesch. — пожать обильную жатву слез, хлебнуть вдоволь горя

    3) волосы, грива (sc. πώλου Soph.)
    

παρειάων πρῶτον θ. Anth. — первый пушок на щеках


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Полезное


Смотреть что такое "θερος" в других словарях:

  • θέρος — θέρος, ο και θερός, ο θερισμός: Παίρνει τη γυναίκα του στο θέρο. το ους, καλοκαίρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θέρος — summer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… …   Dictionary of Greek

  • Θέρος, Άγις — (Σπάρτη 1875 – Αθήνα 1961). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και λαογράφου Σπύρου Θεοδωρόπουλου. Το 1940, σε προχωρημένη ηλικία, δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Τ’ ανθρώπινα (βραβείο υπουργείου Παιδείας) και ακολούθησαν διάφορα ποιητικά …   Dictionary of Greek

  • Ἀλλότριον ἀμᾶς θέρος. — См. Жнет где не сеял …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀλλότριον ἀμῶν θέρος. — См. Жнет где не сеял …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • θέρει — θέρος summer neut nom/voc/acc dual (attic epic) θέρεϊ , θέρος summer neut dat sg (epic ionic) θέρος summer neut dat sg θέρω heat pres ind mp 2nd sg θέρω heat pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρη — θέρος summer neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θέρος summer neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θέρω heat aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερέων — θέρος summer neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερῶν — θέρος summer neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρεος — θέρος summer neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»